νικέλωση

νικέλωση
η [νικελώνω]
νικέλωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νικέλωση — η κάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα νικελίου, αλλ. επινικέλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικέλωμα — το, ατος βλ. νικέλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”